Γυρνάμε πίσω στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και τις αρχές των 2000s. Εκείνη την εποχή, το Scream επανέφερε τις slasher ταινίες στη μαζική κουλτούρα και στη δημόσια κουβέντα, με τρόπο που καμία άλλη δεν είχε καταφέρει στο τότε κοντινό παρελθόν. Για χρόνια το είδος θεωρούνταν νεκρό. Κουρασμένο, ξεπερασμένο, ανίκανο να συγκινήσει το σύγχρονο κοινό. Κανείς δεν έδειχνε πρόθυμος να το αναστήσει. Κανείς εκτός από έναν. Τον άνθρωπο που ήξερε καλύτερα από τον καθένα τους κανόνες του τρόμου, ο Wes Craven.
Με ευφυΐα, χιούμορ και πλήρη συνείδηση του είδους, ο Craven ξανασυστήνει το slasher στο κοινό μέσα από την οπτική της σάτιρας. Και αυτή ακριβώς η απόφαση ήταν που έκανε το Scream να ξεχωρίζει. Ήταν φρέσκο, παιχνιδιάρικο, απειλητικό και αυτοσαρκαστικό την ίδια στιγμή. Δεν χρειαζόταν να εφεύρει κάτι καινούργιο. Αρκούσε να σχολιάσει με στιλ αυτό που ήδη υπήρχε.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, μια άλλη ταινία, από έναν εντελώς διαφορετικό δημιουργό, έρχεται να κάνει παρωδία πάνω στη σάτιρα του Craven. Δύσκολη απόπειρα. Δεν είναι εύκολο να χτίσεις χιούμορ πάνω σε κάτι που ήδη σχολιάζει τον εαυτό του. Είναι αναμφίβολα ένα ριψοκίνδυνο εγχείρημα το να κάνεις παρωδία μιας σάτιρας, χωρίς να καταλήξεις κουραστικός και επαναλαμβανόμενος. Ωστόσο, τα κατάφεραν.
Το Scary Movie, σε σκηνοθεσία του Keenen Ivory Wayans και με τη δημιουργική σφραγίδα των αδελφών Wayans, δεν προσπάθησε να προσθέσει βάθος ή κάποιο ιδιαίτερο σχόλιο στο είδος. Δεν το είχε ανάγκη. Αντίθετα, πήρε τα ίδια στοιχεία που το Scream είχε ανασυστήσει με αυτογνωσία και τα διέλυσε με δημιουργική αυθάδεια και μια εντελώς απενοχοποιημένη comic διάθεση.
Προσωπικά θεωρώ πως ένα από τα πιο ισχυρά επιχειρήματα για το πόσο καλά το κατάφεραν οι δύο ταινίες βρίσκεται στις εισαγωγικές τους σκηνές. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο ξεκινούν, πώς στήνουν τον τόνο τους και τι δηλώνουν από το πρώτο κιόλας λεπτό για το είδος που εκπροσωπούν. Και το πιο εντυπωσιακό είναι ότι λειτουργούν και οι δύο εξαιρετικά, η καθεμιά με τον δικό της σκοπό.
Η σκηνή του Scream είναι ένα μάθημα κινηματογραφικής έντασης. Ο Wes Craven παρουσιάζει μια γνώριμη εικόνα. Ένα μοναχικό σπίτι, ένα τηλεφώνημα, μια νεαρή κοπέλα μόνη της. Εκτελεί αυτή τη σεκάνς με τέτοια ακρίβεια που μέχρι το τέλος των πρώτων λεπτών ο θεατής έχει ήδη βιώσει την απόλυτη αγωνία. Η Drew Barrymore, παρά το σύντομο πέρασμά της, δίνει μία από τις πιο δυνατές στιγμές της ταινίας. Η φωνή του Ghostface γίνεται σταδιακά πιο τρομακτική. Η απειλή πλησιάζει. Και το φινάλε έρχεται με βία που σοκάρει χωρίς να γίνεται όμως γραφική.
Από την άλλη πλευρά, το Scary Movie παίρνει την ίδια αφετηρία και γυρίζει τα πάντα πραγματικά ανάποδα. Έχουμε την Carmen Electra, την εποχή που θεωρούνταν μία από τις πιο γοητευτικές παρουσίες του Χόλιγουντ, και την τοποθετεί σε ένα παρόμοιο σκηνικό. Το τηλεφώνημα ξεκινά σχεδόν το ίδιο, όμως από εκεί και πέρα όλα εξελίσσονται με απόλυτη υπερβολή. Ο Ghostface είναι αδέξιος και περισσότερο αστείος παρά τρομακτικός. Η Electra τρέχει τρομοκρατημένη να του ξεφύγει, ωστόσο βρίσκει χρόνο να ποζάρει σαγηνευτικά στον φακό την ώρα που τα μπεκ της αυλής την λούζουν με νερό. Η σκηνή ισορροπεί σκόπιμα ανάμεσα στο σέξι και το γελοίο και καταλήγει να αποδομεί πλήρως κάθε έννοια αγωνίας. Το τέλος της ηρωίδας έρχεται μέσα από ένα τελείως παράλογο και κωμικό περιστατικό.
Παρακολουθήστε παρακάτω το βίντεο με τις 2 εισαγωγικές σκηνές των ταινιών: