Μπορεί το Maestro να έγινε η πρώτη Ελληνική σειρά που είδαμε στο Netflix, αλλά πριν από μερικούς μήνες την πρωτιά διεκδικούσε το ΄΄Έταιρος Εγώ΄΄. Το γιατί δεν την είδαμε είναι μία άλλη ιστορία.
Ο Σωτήρης Τσαφούλιας, σκηνοθέτης του ΄΄Έταιρος Εγώ΄΄, αποκάλυψε στην κάμερα του “Breakfast@Star” το επόμενο τηλεοπτικό του βήμα.
Για το “Έτερος Εγώ”, δήλωσε: “Έχω μεγάλη αγωνία για την αποδοχή της από το κοινό και αυτή τη φορά που κλείνει σαν κύκλος. Στη ζωή μου έχω μάθει να μη λέω “ποτέ” και “για πάντα”. Αυτή τη στιγμή είναι ο τελευταίος κύκλος, κλείνουν όλα τα ερωτήματα, οι χαρακτήρες εισπράττουν τις συνέπειες των πράξεών τους. Τα πράγματα πρέπει να κλείνουν, όταν είναι στην κορυφή τους”.
Στις 24 Αυγούστου του 1909 συνελήφθη ο Α.Λ. για τις δολοφονίες 15 ανθρώπων. Ο απλός και καλοσυνάτος χωρικός, που μετατράπηκε σε δολοφόνο, μία μέρα νωρίτερα είχε διαπράξει ένα από τα πιο ειδεχθή εγκλήματα στην Ελλάδα.
Ο δολοφόνος ήταν τσαγκάρης, μάστορας και οργανοπαίχτης και από τους πιο αγαπητούς κατοίκους των Κυθήρων. Έφτιαχνε χειροποίητα στιβάνια, ενώ τον συμπαθούσαν όλοι και δεν ήταν απλώς πελάτες, αλλά και φίλοι του που τον καλούσαν πάντα στις γιορτές και τα πανηγύρια τους.
Όμως, φέρεται να αναγκάστηκε να φύγει από τα Κύθηρα, ύστερα από πλεκτάνη που στήθηκε εναντίον του, με στόχο τη συκοφαντική δυσφήμησή του.
Μια μέρα, μια γυναίκα από γειτονικό χωριό πήγε στο τσαγκαράδικό του, παρέλαβε τα στιβάνια που είχε παραγγείλει, αλλά αρνήθηκε να τα πληρώσει. Εκείνος φυσικά ζήτησε τα χρήματά του και τον προσκάλεσε στο σπίτι για να τον εξοφλήσει. Όμως έφτασε ο σύζυγός της και βλέποντας τον στο σπίτι, εξοργίστηκε από την παρουσία ενός άλλου άνδρα. Τον ξυλοκόπησε και τον έδιωξε.
Στην συνέχεια κυκλοφόρησαν κακεντρεχείς φήμες για τον τσαγκάρη, ενώ αργότερα εκφράστηκαν υποψίες πως το επεισόδιο ήταν σκηνοθετημένο.
Λόγω αυτού του γεγονότος, έχασε όλη την πελατεία του και μη έχοντας τι να κάνει αλλά και με συγχωριανούς που τον συκοφαντούσαν, μετακόμισε στην Αθήνα. Ξεκίνησε να εργάζεται σ’ ένα τσαγκαράδικο στον Πειραιά, στο οποίο το αφεντικό ήταν συντοπίτης του, από τα Κύθηρα. Επειδή ήταν άριστος στην δουλειά του, γρήγορα απέκτησε καλή φήμη. Όμως και πάλι, υπήρξε δολοπλοκία εναντίον του, καθώς η φήμη του καλού μάστορα προκάλεσε την ζήλια των συναδέλφων του.
Τοποθέτησαν στο σακίδιό του μερικά εργαλεία του μαγαζιού, θέλοντας να τον κατηγορήσουν για κλοπή. Όμως επειδή ποτέ δεν είχε κάνει κάτι τέτοιο, το αφεντικό του τον αντιμετώπισε με επιείκεια. Η γυναίκα του αφεντικού φέρεται να επέμενε να ασκηθεί μήνυση εναντίον του, με επιχείρημα όσα είχαν γίνει στο νησί. Έτσι τον κατηγόρησαν για κλοπή και φυλακίστηκε. Όταν βγήκε από την φυλακή, βρήκε νέα δουλειά, αλλά απολύθηκε για άγνωστους λόγους. Ο ίδιος δεν είχε ξεχάσει όσα έγιναν στο νησί και θεωρώντας πως αυτό το περιστατικό ήταν η αιτία όλων των ατυχιών που είχε στην συνέχεια, αποφάσισε να εκδικηθεί.
Έτσι, στις 23 Αυγούστου του 1909 επέστρεψε στα Κύθηρα και δολοφόνησε με μαχαίρι 15 συγχωριανούς του, ενώ σύμφωνα με μαρτυρίες κατά την διάρκεια των εγκλημάτων, ήταν σε κατάσταση αμόκ και υπό την επήρεια ναρκωτικών. Επειδή ήταν υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών, λέγεται ότι μπερδεύτηκε, έχασε τον προορισμό του και βρέθηκε στο χωριό Καλοκαιρινές. Την ίδια μέρα ήταν προγραμματισμένη μία βάπτιση κοριτσιού, στην εκκλησία του χωριού. Έτσι, έστησε καρτέρι στο διπλανό δρομάκι και έμπηγε το μαχαίρι του σε όποιον περνούσε.
Αν και αρχικά οι χωρικοί θεώρησαν πως είναι κάποιος πειρατής, ο παπάς γρήγορα κατάλαβε πως δεν ήταν και τον πυροβόλησε στην πλάτη, χωρίς να δει για ποιον επρόκειτο. Ο δράστης δεν σκοτώθηκε, αλλά τραυματίστηκε και έτρεξε να κρυφτεί.
Οι χωρικοί μέτρησαν τα θύματα και ήταν 15, ανάμεσά τους και μία έγκυος γυναίκα με τα δύο της παιδιά. Ο δολοφόνος κατάφερε να φτάσει στο σπίτι του, όπου πέρασε το βράδυ στην ταράτσα. Την επόμενη μέρα, 24 Αυγούστου του 1909 η γειτόνισσα ανέβηκε στην ταράτσα του σπιτιού της και διέκρινε τον αιμόφυρτο Α.Λ. Αμέσως κάλεσε την αστυνομία.
Η αστυνομία έφτασε, κατάλαβαν πως πρόκειται για τον δράστη των εγκλημάτων και τον συνέλαβαν. Όμως, αν και όλοι πίστευαν πως θα του επιβληθεί θανατική ποινή, τελικά καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Λέγεται πως η έδρα αποφάσισε την συγκεκριμένη ποινή, προκειμένου ο δράστης να αναλάβει καθήκοντα δήμιου, κάτι που ίσχυε μόνο για δολοφόνους με μεγάλο αριθμό θυμάτων.
Ωστόσο, δεν σταμάτησε εκεί, αφού μετά την σύλληψή του, δολοφόνησε και έναν συγκρατούμενό του στις φυλακές του Ναυπλίου. Μάλιστα το ψευδώνυμό του μετά από τις δολοφονίες ήταν «Καπετάν Δεκάξι», λόγω του αριθμού των θυμάτων.
Στις φυλακές θεωρήθηκε από τους «ισχυρούς» αφού είχε σκοτώσει 15 ανθρώπους και στην συνέχεια και τον συγκρατούμενό του. Οι περισσότεροι όμως συγκρατούμενοί του ήταν Μανιάτες.
Εκείνοι ήταν που κανόνισαν με τον κουρέα τον φυλακών, στο προγραμματισμένο τους ραντεβού, να τον σφάξει με το ξυράφι, καθώς λέγεται πως το 16ο θύμα του «Καπετάν Δεκάξι» ήταν από τη Μάνη.
Οπότε, έτσι τον εκδικήθηκαν οι υπόλοιποι συγκρατούμενοί του.
ΠΗΓΗ: mixanitouxronou.gr